Ελαιόλαδο

Apia

Ο Άπις ήταν μυθικός βασιλιάς της Πελοποννήσου πολύ πριν φθάσει και εγκατασταθεί σ΄ αυτήν ο Πέλοπας και πάρει το όνομά του. Ήταν βασιλιάς του Άργους και επί βασιλείας του η Πελοπόννησος λεγόταν Απία ή και Απίη. Οι δε κάτοικοί της λέγονταν Απιείς, ή Απιδονήες, ή και Απιδόνες. Φέρεται ως ένας από τους πρώτους νομοθέτες των Ελλήνων.

Το Apia είναι ένα μέτρια φρουτώδες εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο με στοιχεία άγουρης και ώριμης ελιάς και με ελαφριά γεύση. Είναι ελαφρά πικρό, μέτριας έντασης πικάντικο, με αρώματα φύλλου και καρπού ελιάς, εσπεριδοειδών και με μιά ελαφριά πινελιά πιπεριού.

Το προϊόν χαρακτηρίζεται από υψηλό αριθμό πολυφαινολών. Η ημερήσια κατανάλωση 20 g από αυτό παρέχουν ποσότητα μεγαλύτερη από 5 mg παραγώγων τυροσόλης και υδροξυτυροσόλης και ανήκει στην κατηγορία των λαδιών που προστατεύουν από την οξείδωση των λιπιδίων του αίματος σύμφωνα με τον κανονισμό 432/2012 της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συσκευασίες:

Γυάλινες φιάλες: 100 ml / 250 ml / 500 ml / 750 ml

Μεταλλικοί περιέκτες: 750 ml / 1 l / 3 l / 5 l

Varakes

Οι Βαράκες είναι ένα μικρό χωριό πάνω σε έναν λόφο που αντικρύζει την ελαιόφυτη πεδιάδα της Μεθώνης και τη θάλασσα.

Το Varakes είναι ένα πικάντικο και ελαφρά πικρό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, χαρακτηριστικά που οφείλονται στην υψηλή περιεκτικότητά του σε πολυφαινόλες. Είναι φρουτώδες με έντονη γεύση άγουρης ελιάς και φρεσκοκομμένου χόρτου, με νότες εσπεριδοειδών και αγκινάρας.

Το προϊόν χαρακτηρίζεται από υψηλό αριθμό πολυφαινολών. Η ημερήσια κατανάλωση 20 g από αυτό παρέχουν ποσότητα μεγαλύτερη από 5 mg παραγώγων τυροσόλης και υδροξυτυροσόλης και ανήκει στην κατηγορία των λαδιών που προστατεύουν από την οξείδωση των λιπιδίων του αίματος σύμφωνα με τον κανονισμό 432/2012 της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Διατίθεται σε περιορισμένο αριθμό φιαλών.

Συσκευασία:

Γυάλινη φιάλη: 500 ml

Η Μεσσηνία είναι γνωστή για το ελαιόλαδο και τις ελιές της. Στην Μεσσηνία το λάδι ήταν ήδη ένα από τα βασικά προϊόντα της αγροτικής οικονομίας της περιοχής από τη μυκηναϊκή περίοδο. Οι ανασκαφές στο Παλάτι του Νέστορα το επιβεβαιώνουν. Οι Έλληνες ήταν από τους πρώτους λαούς που καλλιέργησαν την ελιά στο μεσογειακό χώρο.

Όπως αναφέρει ο Πλίνιος, κατά το 580 π.Χ, ούτε το Λάτιο ούτε η Ισπανία ούτε η Τύνιδα γνώριζαν την ελιά και την καλλιέργειά της. Το ελληνικό ελαιόλαδο θεωρείτο εξαιρετικής ποιότητος και αποτελούσε βασικό εξαγώγιμο προϊόν κατά τα αρχαϊκά και τα κλασσικά χρόνια. Εξαγόταν σε Αίγυπτο, Σικελία και κάτω Ιταλία (Κουτσούκος, 2013).

Τα προϊόντα της ελιάς συνδέονταν στενά με τη καθημερινή ζωή των αρχαίων ελλήνων. Η ελιά αποτελούσε σύμβολο σοφίας, ειρήνης και νίκης. Τα κλαδιά της αγριελιάς, πλεγμένα σε στεφάνι, αποτελούσαν ύψιστη τιμή για το νικητή των Ολυμπιακών αγώνων. Με ελαιόλαδο άλειφαν το σώμα τους οι αθλητές, αλλά το χρησιμοποιούσαν και για την υγιεινή του σώματος.

Στη πορεία των αιώνων η περιοχή της Μεσσηνίας παρέμεινε σημαντικό ελαιοπαραγωγικό κέντρο. Στις αρχές του 18ου αιώνα, το 70% της παραγωγής το κατείχε η περιοχή της Κορώνης και της Μεθώνης. Η καλλιέργεια της ελιάς συνεχίζεται μέχρι σήμερα και το παραγόμενο ελαιόλαδο εξακολουθεί να κατέχει την πρώτη θέση σε διατροφική και φαρμακευτική αξία.

Ο Στράβων στα «Γεωγραφικά» του (βιβλίο Η, κεφ 5.6), έχει διασώσει την περιγραφή της Μεσσηνίας από τον Ευριπίδη ως «Καλλίκαρπο»:

«καλλίκαρπον κατάρρυτόν τε μυρίοισι νάμασι, και βουσί και ποίμναισιν ευβοτωτάτην ούτ’ εν πνοαίσι χείματος δυσχείμερον, ούτ’ αύ τεθρίπποις ηλίου θερμή άγαν…»

«Την καλλίκαρπη Μεσσηνία, που βρέχεται από μύρια τρεχούμενα νερά, άριστο βοσκοτόπι για πρόβατα και βόδια κι ούτε πολύ ψυχρή απ’ του χειμώνα τις πνοές ούτε και πάλι εξαιρετικά θερμή από το άρμα του ηλίου…»

Οι θεραπευτικές ιδιότητες του ελαιολάδου ήταν γνωστές στον Ιπποκράτη και στην ιατρική της αρχαιότητας. Αναφέρονται πολυάριθμες χρήσεις του, όπως στη μαιευτική, τη δερματολογία, ως ήπιο αντίδοτο σε δηλητηριάσεις κ.ά. Η κορωνέικη ποικιλία που ευδοκιμεί στη Μεσσηνία, δίνει ελαιόλαδο με υψηλή και μοναδική διατροφική αξία.

Το ελαιόλαδο περιέχει:

κυρίως μονο-ακόρεστα λιπαρά οξέα, τα οποία,
προστατεύουν τον οργανισμό από τη δράση των ελεύθερων ριζών, οι οποίες έχουν ενοχοποιηθεί για δημιουργίες καρκίνου.
ελαττώνουν την LDL («κακή» χοληστερόλη), η οποία είναι υπεύθυνη για το σχηματισμό αθηρωματικών πλακών και τις καρδιοαγγειαικές παθήσεις (Trevisan et al., 1990), αυξάνοντας συγχρόνως το επίπεδο της HDL («καλή» χοληστερόλη).
προφυλάσσουν από την ανάπτυξη κατάθλιψης (Sánchez-Villegas et al., 2009).


υψηλή περιεκτικότητα (70-89%) ελαϊκού οξέος (Teres et al., 2008), το οποίο,

συνδέεται με χαμηλά επίπεδα αρτηριακής πίεσης, αντίθετα με την κατανάλωση άλλων λιπαρών ουσιών (Psaltopoulou et al., 2004; Brill, 2009).
συνδέεται με μειωμένα ποσοστά εμφραγμάτων (Straczek et al., 2011, Martinez-Gonzalez et al., 2002, Samieri et al., 2011) σε σχέση με αυτούς που δεν καταναλώνουν ελαιόλαδο.
βοηθάει στη σωστή ανάπτυξη του σκελετού των παιδιών.


φαινολικές ουσίες, οι οποίες
συμβάλλουν στην προστασία του οργανισμού από το οξειδωτικό στρες και πιθανώς από την εμφάνιση ορισμένων μορφών καρκίνου (Owen et al, 2000).

ελαιοκανθάλη και άλλες αντιοξειδωτικές ενώσεις
Σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, το ελαιόλαδο από τη συγκεκριμένη περιοχή περιέχει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση των ουσιών αυτών, από οποιαδήποτε άλλη περιοχή ή ποικιλία (Karkoula, et al., 2012).

Η ελαιοκανθάλη έχει βρεθεί ότι:
έχει αντιφλεγμωνώδη δράση παρόμοια με αυτή της ιμπουπροφαίνης (Beauchamp et al., 2005).
έχει συνδεθεί με τη μείωση πιθανότητας εμφάνισης της νόσου Αλτζχάιμερ (Abuznait et al., 2013; Bazoti et al., 2006).
προστατεύει τα άτομα της 3ης ηλικίας από αλλοιώσεις και μπορεί να συμβάλλει στην αύξηση του μέσου όρου ζωής.

τοκοφερόλες
Είναι φυσικά αντιοξειδωτικά του ελαιολάδου και παρουσιάζουν και βιταμινική δράση
(Κυριτσάκης, 2007).

Τα καροτενοειδή και οι αντιοξειδωτικές ουσίες που περιέχει το ελαιόλαδο:

προστατεύουν το δέρμα από την επίδραση της υπεριώδους (UV) ακτινοβολίας και
συμβάλλουν στη προστασία από την εμφάνιση του κακοήθους μελανώματος (D’ Angelo et al., 2005, Stahl and Sies, 2002).

Το αγουρέλαιο είναι προϊόν άγουρου και υγιούς ελαιόκαρπου, το οποίο για να διατηρήσει όλα του τα πολύτιμα συστατικά πρέπει να προκύψει από μια σειρά εργασιών που σεβονται τη μοναδική του αξία. Για να διατηρήσει περισσότερο χρόνο τα αρχικά του χαρακτηριστικά πρέπει να φυλάσσεται σωστά.

Το κύριο συστατικό του ελαιοκάρπου είναι η ελευρωπαΐνη, μία πολυφαινόλη, στην οποία οφείλεται η πικρή γεύση του. Όσο ωριμάζει ο καρπός, η ουσία αυτή ελαττώνεται γι΄αυτό και οι ώριμες ελιές πικρίζουν λιγότερο από τις άγουρες. Σε αυτή οφείλεται και η πικρή γεύση του αγουρέλαιου, η οποία, όμως, ελαττώνεται κατά την αποθήκευση του (Κυριτσάκης, Α. 2007).

Όσο μεγαλύτερη είναι η περιεκτικότητα του ελαιολάδου σε ελευρωπαΐνη, τόσο μεγαλύτερη φαρμακευτική αξία έχει.

Η ελαιοκανθάλη είναι παράγωγο της ελευρωπαΐνης, και προσδίδει στο φρέσκο ελαιόλαδο το χαρακτηριστικό κάψιμο στο λαιμό. Έχει αντιφλεγμωνώδη δράση.

Το δυσκολότερο μέρος για έναν παραγωγό είναι να πείσει τον καταναλωτή για την ποιότητα του προϊόντος του. Γι αυτό το λόγο είναι απαραίτητο να εκπαιδεύεται ο καταναλωτής για τα κριτήρια επιλογής ενός προϊόντος. Το ελαιόλαδο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα βασικό τρόφιμο με ευεργετική αξία για τον οργανισμό, εάν θέλουμε πραγματικά να επωφελήθούμε στο μέγιστο από τις ιδιότητές του.

Θα πρέπει να προτιμούμε ένα ελαιόλαδο τυποποιημένο, γιατί εξασφαλίζουμε ότι οι συνθήκες παραγωγής και φύλαξής του είναι ελεγχόμενες, χωρίς όμως να ξεχνάμε ότι κατά τη διάρκεια της ζωής του μπορεί να υποβαμιστει η ποιότητά του.

Επειδή δεν μπορούμε να ελέγξουμε χημικά ένα ελαιόλαδο που αγοράζουμε, ας προσπαθήσουμε να αναγνωρίσουμε γευστικά εάν ένα ελαιόλαδο είναι φρέσκο και εάν διατηρεί ακόμα τα χαρακτηριστικά του. Ένα ελαιόλαδο για να χαρακτηριστεί ως εξαιρετικά παρθένο θα πρέπει να έχει το χαρακτηριστικό φρουτώδες άρωμα και απουσία οποιαδήποτε δυσάρεστης οσμής και γεύσης. Η πικράδα και το πικάντικο (χαρακτηριστικό κάψιμο στο λαιμό) είναι θετικά χαρακτηριστικά του έξτρα παρθένου ελαιολάδου, τα οποία οφείλονται στην υψηλή περιεκτικότητα σε πολυφαινόλες, ουσίες που είναι ισχυρά αντιοξειδωτικά και ωφελούν την υγεία.

Ένα φρέσκο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο θα πρέπει να διατηρεί όλα αυτά τα χαρακτηριστικά σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Ο σωστός χειρισμός του προιόντος από τον παραγωγό και η σωστή αποθήκευσή του από τον καταναλωτή εξασφαλίζουν τη διατήρηση αυτών των χαρακτηριστικών για μεγάλο διάστημα.

Το ελαιόλαδο είναι ευαίσθητο στην ηλιακή ακτινοβολία, γι΄αυτό πρέπει να φυλάσσεται σε σκοτεινό μέρος ή σε σκουρόχρωμες φιάλες.

Επίσης, η παρουσία οξυγόνου οδηγεί στην ελάττωση των οφέλιμων συστατικών του ελαιολάδου, όπως οι πολυφαινόλες. Προτιμάμε να συντηρούμε το ελαιόλαδο σε καλά κλεισμένους περιέκτες και σε όσο το δυνατόν μικρότερη συσκευασία.

Η ιδανική θερμοκρασία φύλαξης είναι 12-18 °C. Σε θερμοκρασίες κάτω των 5 °C το ελαιόλαδο θολώνει εξαιτίας της πήξης ορισμένων συστατικων του, αλλά επανέρχεται στην αρχική του κατάσταση όταν αυξηθεί η θερμοκρασία.

– Abuznait, A.H.; Qosa, H.; Busnena, B.A.; El SAyed, K.A.; Kaddoumi, A., ACS Chem. Neurosci., 02/2013.
– Bazoti, F.N.; Bergquist, J.; Makrides, K.E.; Tsarbopoulos, A., J. Am. Soc. for Mass Spec., 2006, 17 p 568.
– Beauchamp,G.K.; Keast, R.S.J.; Morel, D.; Lin, J.; Pika, J.; Han, Q.; Lee, C-H.; Smith, A.B.; Breslin, P.A.S., Nature, 2005, 437 p 45.
– Brill, J.B.; Am.J. of Lifestyle medicine, 2009, 3 p 44.
– D’Angelo, S.; Ingrosso, D.; Migliardi, V.; Sorrentino, A.; Donnarumma, G.; Baroni, A.; Masella, L.; Tufano, M.A.; Zappia, M.; Galletti, P., Free Radical Biology and Medicine, 2005, 38(7), p 908.
– Karkoula, E.; Skantzari, A.; Melliou, E.; Magiatis, P., J. Agric. Food Chem., 2012, 28;60(47) p 11696-703.
– Κουτσούκος, Μ., Ιστορικά Θέματα, Οκτώβριος 2013, 131 p 8.
– Κυριτσάκης, Α., Ελαιόλαδο, 4η έκδοση, Θεσσαλονίκη 2007.
– Martínez-González, M.A.; Sanchez-Villegas, A.; De Irala, J.; Marti, A.; Martínez, J.A.; Nutritional Neuroscience, 2002, 5(1) p 65.
– Owen, R.W.; Giacosa, A.; Hull,W.E.; Haubner, R.; Wurtele, G.; Spiegelhalder, B.; Bartsch, H., The Lancet Oncology, 2000, 1(2) p 107.
– Owen, R.W.; Giacosa, A.; Hull,W.E.; Haubner, R.; Spiegelhalder, B.; Bartsch, H., Eur. J. of Cancer, 2000, 36(10) p 1235.
– Psaltopoulou, T.; Naska, A.; Orfanos, P.; Trichopoulos, D.; Mountokalakis, T.; Trichopoulou, A., Am. Soc. Clin. Nutr., 2004, 80(4) p 1012-1018; erratum in: Am. J. Clin. Nutr. 2005, 81(5) p 1181.
– Samieri, C.; Féart, C.; Proust-Lima. C.; Peuchant E.; Tzourio, C.; Stapf C.; Berr, C.; Barberger-Gateau, P.. Neurology, 2011, 77 (5) p 418.
– Sánchez-Villegas, A.; Delgado-Rodríguez, M.; Alonso, A.; Schlatter, J.; Lahortiga, F.; Majem, L.S.; Martínez-González, M.A., Arch Gen Psychiatry, 2009, 66 (10) p 1090.
– Stahl W.; Sies H.; Skin Pharmacol Appl Skin Physiol 2002,15 p 291.
– Straczek, C.; Tafflet, C.M.; Barberger-Gateau, P.; Bertrand, M.; Dupuy, A.M.; Ducimetière, P.; Empana JP.;. Atherosclerosis, 2011; 214 p 426-431.
– Teres, S.; Barcelo-Cobllijn, G.; Benet, M.; Alvarez, R.; Bressani, R.; Halver, J.E.; Escriba, P.V., Proc. Natl. Acad. Sci. USA, 2008, 105 p 13811-13816.
– Trevisan, M.; Krogh, V.; Freudenheim, J.; Blake, A.; Muti, A.; Panico, S.; Farinaro, E.; Mancini, M.; Menotti, A.; Ricci, G., JAMA, 1990, 263 (5) p 688-692.